Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διθεΐα — η (AM διθεΐα) η πίστη στην ύπαρξη δύο θεών που βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους … Dictionary of Greek
διθεϊσμός — ο η διθεΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. ditheism. Η λ. μαρτυρείται στον Νικ. Κοτζιά] … Dictionary of Greek